- διερευνήσῃς
- διερευνάωtrack downaor subj act 2nd sg (attic ionic)διερευνάωtrack downaor subj act 2nd sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βρογχογραφία — Ακτινολογική μέθοδος διερεύνησης του βρογχικού δέντρου, δηλαδή ενός από τα πιο σημαντικά μέρη του αναπνευστικού συστήματος. Συνίσταται στην εκτέλεση και ανάγνωση ακτινογραφιών του θώρακα, αφού προηγηθεί η εισαγωγή, σε έναν ή περισσότερους… … Dictionary of Greek
γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… … Dictionary of Greek
θεολογία — Η επιστήμη της χριστιανικής θρησκείας που επιζητεί να διασαφηνίσει θεωρητικά το δογματικό περιεχόμενο του χριστιανισμού και να κατοχυρώσει την ιστορική του αξία. H θ. πρέπει να διαχωρίζεται από την επιστήμη της θρησκειολογίας, η οποία έχει… … Dictionary of Greek
θεολόγια — Η επιστήμη της χριστιανικής θρησκείας που επιζητεί να διασαφηνίσει θεωρητικά το δογματικό περιεχόμενο του χριστιανισμού και να κατοχυρώσει την ιστορική του αξία. H θ. πρέπει να διαχωρίζεται από την επιστήμη της θρησκειολογίας, η οποία έχει… … Dictionary of Greek
θρομβοελαστικογραφία — η μέθοδος διερεύνησης τής πήξης τού αίματος και τών ιδιοτήτων τού θρόμβου που έχει σχηματιστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thrombo elastographie < thrombo (πρβλ. θρόμβος) + elasto (πρβλ. ελαστ ικός) + graphie (πρβλ. γραφιά < γράφος … Dictionary of Greek
κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… … Dictionary of Greek
ναρκοανάλυση — Μέθοδος ψυχοθεραπείας, η οποία, με τη χορήγηση υπνωτικών σε κατάλληλες δόσεις, τείνει να διευκολύνει την ψυχανάλυση του ασθενούς και την απελευθέρωση από το υποσυνείδητο του αναμνήσεων σημαντικού συναισθηματικού φορτίου. Για τον σκοπό αυτό… … Dictionary of Greek
συνέντευξη — η / συνέντευξις, εύξεως, ΝΑ νεοελλ. 1. προκαθορισμένη συνάντηση, ραντεβού («ο ιατρός δέχεται επί συνεντεύξει») 2. η με ένα σημαίνον πρόσωπο συνομιλία για σοβαρό θέμα η οποία προορίζεται για δημοσιότητα 3. φρ. α) «προσωπική συνέντευξη» i) μορφή… … Dictionary of Greek
φαινολοσουλφονοφθαλεΐνη — η, Ν 1. (ιατρ. φαρμ. χημ.) χρωστική ουσία χρησιμοποιούμενη για τη χρωματομέτρηση τού πεχά 2. φρ. «δοκιμασία φαινολοσουλφονοφθαλεΐνης» ιατρ. παλαιά μέθοδος διερεύνησης τής λειτουργίας τών νεφρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
φυσιολογικός — ή, ό / φυσιολογικός, ή, όν, ΝΑ [φυσιολογία] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη τής φυσιολογίας 2. μτφ. α) αυτός που υπάρχει, γίνεται ή εξελίσσεται σύμφωνα με τη φύση, κανονικός, ομαλός (α. «φυσιολογικός τοκετός» β. «ύστερα από … Dictionary of Greek